Σταφύλι: Φροντίζουμε, τα σταφύλια που χρησιμοποιούμε για το μούστο να προέρχονται από υγιές αμπέλι διότι στην αντίθετη περίπτωση διακινδυνεύουμε να αποκτήσουμε κρασί με ασθένειες (θολώματα, ξινίσματα). Εν ανάγκη διαλέγουμε τα σταφύλια ρόγα – ρόγα, αποφεύγοντας τα προσβεβλημένα. Δεν πρέπει τα σταφύλια να τρυγούνται μετά από βροχή διότι αφενός ο μούστος θα είναι κατώτερος σε περιεκτικότητα σακχάρων και άρα τελικού οινοπνευματικού βαθμού, αφετέρου θα έχουν απομακρυνθεί, με το νερό, οι ζυμομύκητες που είναι απαραίτητοι για την αλκοολική ζύμωση. Σε περίπτωση λοιπόν που έχει βρέξει, θα πρέπει να περιμένουμε λίγες μέρες ώστε τα σταφύλια να στεγνώσουν και οι ζυμομύκητες να αναπτυχθούν ξανά στην επιφάνεια των ραγών. Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας πότε το αμπέλι ραντίστηκε για τελευταία φορά. Σε περίπτωση όψιμων ραντισμάτων με ενώσεις του θείου ενέχεται ο κίνδυνος να εμφανισθεί στο κρασί υδρόθειο καθιστώντας το επικίνδυνο για την υγεία και ανεπιθύμητο στην οσμή και την γεύση.
Παραλαβή του μούστου: Καταρχήν απαιτείται καθαριότητα σε οτιδήποτε έρχεται σε επαφή με τα σταφύλια ή το μούστο. Τα εργαλεία (σπαστήρες, πιεστήρια) ή τα δοχεία που θα χρησιμοποιηθούν δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να μπορούν να μεταφέρουν σίδηρο ή χαλκό στο γλεύκος διότι ενέχεται ο κίνδυνος, το κρασί που θα προκύψει να παρουσιάζει αλλοίωση του χρώματος λόγο οξείδωσης των παραπάνω μετάλλων. Προτιμούμε λοιπόν εργαλεία και δοχεία ανοξείδωτα. Για καλύτερη ποιότητα τόσο του παραγόμενου οίνου όσο και του παραγόμενου τσίπουρου εάν πρόκειται να γίνει απόσταξη, φροντίζουμε να απομακρύνουμε βοστρύχους και γίγαρτα από τους φλοιούς γιατί ενδέχεται να προσδώσουν ανεπιθύμητα γευστικά και οσμητικά στοιχεία στο κρασί ή το τσίπουρο.
Αλκοολική ζύμωση: Ο γνωστός μας “βρασμός” του μούστου θα αρχίσει μερικές ώρες μετά την παραλαβή του γλεύκους. Η ζύμωση κανονικά διαρκεί 15 έως 25 ημέρες. Υπάρχει ένα πρώτο στάδιο 2 – 3 ημερών κατά το οποίο η ζύμωση είναι ιδιαίτερα ζωηρή. Επειδή κατά τη διάρκεια του σταδίου αυτού, του βρασμού, ο όγκος του γλεύκους μεγαλώνει λόγο του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα είναι καλό να φροντίζουμε η στάθμη του στο βαρέλι ή τη δεξαμενή να είναι αρκετά χαμηλά ώστε να μην χύνεται μούστος έξω και γίνει εστία ανάπτυξης μικροοργανισμών. Όταν παύσει η ζωηρή ζύμωση, απογεμίζουμε τα οινοδοχεία με μούστο που έχουμε φυλάξει, και ταπώνουμε πρόχειρα ώστε το αέριο που δημιουργείται κατά την ζύμωση να μπορεί να διαφεύγει. Κάθε δυο-τρεις ημέρες ξεταπώνουμε τα βαρέλια και παρακολουθούμε αν συνεχίζεται ο βρασμός. Εφόσον δούμε ότι η ζύμωση έχει “κόψει” ανακατεύουμε με ένα καθαρό ξύλο μια φορά την ημέρα μέχρις ότου αποβράσει τελείως. Το ανακάτεμα θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φροντίδα εφόσον διαπιστώνουμε ότι αναδύονται δυσάρεστες οσμές (οσμή υδροθείου, ομοιάζει με οσμή κλούβιου αυγού). Σε τέτοια περίπτωση είναι καλό ακόμα και να τραβάμε κρασί από την κάνουλα και να το αδειάζουμε ξανά από την οπή του βαρελιού πίσω στον υπόλοιπο μούστο ώστε να αερίζεται και απομακρύνεται η δυσάρεστη οσμή. Σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι η θερμοκρασία στην οποία ζυμώνεται το γλεύκος. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεπερνά τους 25 0C. Την εξέλιξη της ζύμωσης μπορούμε να παρακολουθούμε με το πυκνόμετρο. Πριν την έναρξη του βρασμού, μπορούμε χρησιμοποιώντας το να δούμε την πυκνότητα σε σάκχαρα του γλεύκους και από αυτό τους τελικούς αλκοολικούς βαθμούς του οίνου. Κατά τη διάρκεια της ζύμωσης η περιεκτικότητα του γλεύκους σε σάκχαρα ελαττώνεται. Αναλόγως ελαττώνεται και η τιμή οBe του πυκνομέτρου. Όταν λήξει η αλκοολική ζύμωση θα έχουν μείνει ελάχιστα ή καθόλου σάκχαρα. Η τιμή οBe του πυκνομέτρου θα είναι τότε μηδέν. (Στην πραγματικότητα τα πυκνόμετρα που χρησιμοποιούνται θα δείχνουν, ελλείψει σακχάρων, περίπου -1). Έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αλκοολική ζύμωση έχει περατωθεί.
Ο τύπος του κρασιού που θέλουμε να φτιάξουμε: Εάν θέλουμε να παρασκευάσουμε λευκό κρασί, απλώς συλλέγουμε το μούστο μετά τη συμπίεση και απομακρύνουμε τα στέμφυλα (ανεξάρτητα από το χρώμα τους). Εάν τα σταφύλια είναι λευκά ή έχουν ελαφρά ρόδινη απόχρωση, το κρασί που θα προκύψει θα έχει χρώμα λευκό. Στην περίπτωση που είναι έντονης ερυθράς χρώσης είναι δυνατό ο οίνος που θα προέλθει από αυτά να έχει μια ελαφρά ρόδινη χροιά. Εάν θέλουμε να φτιάξουμε ρετσίνα, το ρετσίνι θα πρέπει να προστεθεί όσο το δυνατό νωρίτερα (πριν την έναρξη της αλκοολικής ζύμωσης). Η ποσότητα του ρετσινιού που θα προστεθεί δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 100 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο, τόσο για να μην καλύπτονται τελείως τα αρωματικά στοιχεία του κρασιού όσο και για λόγους καλύτερης διατήρησής του (ιδιαίτερα τους θερμούς μήνες).
Για ερυθρά οινοποίηση, θα πρέπει οπωσδήποτε ο μούστος να παραμείνει σε επαφή με τα στέμφυλα για τουλάχιστο 3 ημέρες μετά την έναρξη της αλκοολικής ζύμωσης. Εννοείται βεβαίως πως τα σταφύλια που χρησιμοποιούνται σε αυτή την περίπτωση είναι ερυθρά. Επίσης, επειδή κατά την ερυθρά οινοποίηση ο κίνδυνος προσβολής του μούστου από οξικά βακτήρια είναι μεγαλύτερος, θα πρέπει να προστεθεί η ανώτερη αποδεκτή ποσότητα μεταμπισουλφίτ στο γλεύκος. Κατόπιν τα στέμφυλα θα απομακρυνθούν, θα συμπιεστούν εκ νέου προκειμένου να παραληφθεί το γλεύκος που εμπεριέχουν (διαδικασία που δεν χρειάζεται να κάνουμε αν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουμε για τσίπουρο) και η γνωστή μας διαδικασία για την παρασκευή του οίνου θα ακολουθηθεί κανονικά.
Για την παραγωγή ροζέ (ερυθρωπού) οίνου είναι προφανές ότι θα αφήσουμε το μούστο με τα στέμφυλα για λιγότερο χρόνο. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα αφήσουμε το μούστο με τα στέμφυλα τόσο για την ερυθρά όσο και για την ροζέ οινοποίηση εξαρτάται από την ποικιλία των σταφυλιών που χρησιμοποιούμε (δηλαδή την ένταση του χρώματος τους).
Μεταγγίσεις: Η μετάγγιση μετά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης (ή και κατά τα τελευταία της στάδια) είναι μια ιδιαίτερα σωτήρια πρακτική πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είμαστε σίγουροι για την ποιότητα των σταφυλιών ή του μούστου που χρησιμοποιήσαμε.
Αφήνουμε το κρασί ήρεμο για 7 – 10 ημέρες ώστε να κατακαθίσει η οινολάσπη και αδειάζουμε από την κάνουλα ή με ένα σωλήνα που βυθίζουμε μέχρι ένα σημείο που βλέπουμε ότι το κρασί είναι σχετικά καθαρό. Κατόπιν συλλέγουμε το σύλασπο κρασί που έχει απομείνει σε άλλα δοχεία προκειμένου να καθαρίσει παραπέρα και μετά από 1 -2 μέρες προσθέτουμε το καθαρό μέρος στο απολασπωμένο κρασί.
Με τον τρόπο αυτό καταφέρνουμε να απομακρύνουμε ένα μεγάλο μέρος μικροοργανισμών, διώχνουμε ανεπιθύμητες και επιβλαβείς οσμές και πετυχαίνουμε ταχύτερη διαύγαση του οίνου.
Υγιεινή του βαρελιού: Το ξύλινο βαρέλι (εφόσον είναι καινούριο και υγιές) είναι το καλύτερο μέσο για την ωρίμανση του κρασιού. Παράλληλα όμως είναι και το πιο επικίνδυνο, καθώς, στους πόρους του είναι δυνατό να συγκρατήσει οξικά βακτήρια και να προκαλέσει ξίδιασμα σε καινούριο κρασί με το οποίο θα πληρωθεί. Το ιδανικό θα ήταν κάθε φορά που φτιάχνουμε κρασί, να χρησιμοποιούμε καινούριο βαρέλι. Επειδή όμως αυτό είναι οικονομικά ασύμφορο, πρέπει είτε να μεταχειριζόμαστε ανοξείδωτα ή κατάλληλα πλαστικά βυτία, είτε να φροντίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο για τον καθαρισμό και τη διατήρηση του ξύλινου βαρελιού.
Προκειμένου να συντηρήσουμε κενά βαρέλια ή βαρέλια που μόλις άδειασαν από το περιεχόμενο τους, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν κάποια αλλοίωση πρέπει να τα ξεπλύνουμε με άφθονο ζεστό νερό και έπειτα να τα απολυμάνουμε με τα ενδεικνυόμενα για τη χρήση αυτή απολυμαντικά όπως τεταρτοταγή αμμωνιακά άλατα (COSA). Τέλος να τα ξεπλύνουμε με άφθονο νερό για να απομακρύνουμε τα απολυμαντικά και να είμαστε σε θέση να το γεμίσουμε άμεσα.
Προκειμένου μάλιστα να διατηρήσουμε ένα βαρέλι που έχει αδειάσει, δεν πρέπει να ξεχνάμε να προσθέτουμε σε αυτό διάλυμα μεταμπισουλφίτ και τρυγικού ή κιτρικού οξέος ώστε να παραμένει σε κατάσταση αποστειρωμένη από μικροοργανισμούς.
Διατήρηση του οίνου: Η σημαντικότερη φροντίδα που λαμβάνεται για τον οίνο είναι να μην έρχεται καθόλου σε επαφή με αέρα. Αυτό σε περίπτωση που έχουμε βαρέλι επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους. Το βαρέλι πριν το σφράγισμά του γεμίζεται μέχρι πάνω. Αφήνουμε ένα κενό 0,5 – 1 λίτρο προκειμένου να προσθέσουμε παραφινέλαιο (πόσιμο), το οποίο θα απλώνεται στην επιφάνεια του οίνου και δεν θα του επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με αέρα καθώς η στάθμη του θα κατεβαίνει.
Η θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται το κρασί θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο χαμηλή. Αποφεύγουμε, στον χώρο που διατηρείται το κρασί, προϊόντα που μπορεί να του προσδώσουν οσμές ή να το προσβάλλουν (ξίδι, κρεμμύδια κ.α.).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν βασικές αρχές που πρέπει να ακολουθηθούν για ασφαλή παραγωγή του οίνου. Υπάρχουν βεβαίως και παράμετροι όπως η ρύθμιση της οξύτητας, η απομάκρυνση του σιδήρου και άλλες, οι οποίες δεν μπορούν να διευθετηθούν χωρίς τη βοήθεια εξειδικευμένου οινολογικού εργαστηρίου. Σε τέτοια ανάγκη δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ακολουθούνται εμπειρικές συμβουλές ούτε να προστίθενται αλόγιστα χημικές ουσίες στο κρασί γιατί τα αποτελέσματα μπορεί να είναι επιβλαβή όχι μόνο για τη γεύση και την ποιότητα του οίνου, αλλά ακόμα και για τη δική μας υγεία.
Κατηγορία: Άρθρα
Επίκαιρα θέματα οινοποιίας, ποτοποιίας και αποσπάσματα από τις εκδόσεις μας
Διοξείδιο του άνθρακα, ο θησαυρός (Β μέρος)
Τα φυσικώς αφρώδη οινοπνευματούχα
Ο οίνος με τις φυσαλίδες
Η ανακάλυψη της σαμπάνιας, επισήμως αποδίδεται στο μοναχό Ντομ Περινιόν στα 1670, την εποχή που έγινε υπεύθυνος τροφοδοσίας της μονής του Οτβίλ. Η πιθανότερη εκδοχή όμως είναι η εξής: Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα οι οίνοι της Καμπανίας, από την οποία προέρχεται και ο ομώνυμος αφρώδης οίνος, ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στην Αγγλία όπου πωλούνταν κατά κόρον. Οι οίνοι εκείνοι, ταξίδευαν σε χύμα μορφή μέχρι την Αγγλία όπου και εμφιαλώνονταν στις αποθήκες των εμπόρων. Η διαφορά όμως των ίδιων κρασιών που καταναλώνονταν στη γαλλική γη με αυτούς που καταναλώνονταν στην Αγγλία, ήταν ότι οι δεύτεροι παρείχαν φυσαλίδες. Λέγεται ότι οι έμποροι το προκαλούσαν επίτηδες, καθώς διαπίστωναν ότι οι οίνοι τέτοιου τύπου, ήταν περισσότερο ελκυστικοί στο βρετανικό κοινό. Προσέθεταν λοιπόν στον οίνο μόνοι τους ζάχαρη ή μελάσα προκαλώντας έτσι νέα ζύμωση και παρέχοντας το γνωστό μας ανθρακικό. Κατά μια τρίτη εκδοχή, το φαινόμενο ήταν απόλυτα φυσιολογικό, καθώς το κρύο κλίμα στην περιοχή της Καμπανίας, είχε ως αποτέλεσμα οι οίνοι να μη ζυμώνονται μέχρι τέλους, και με τις ζέστες της άνοιξης η ζύμωση να ξαναρχίζει παρέχοντας διοξείδιο του άνθρακα.
Θα ήταν αφελές να πιστεύαμε ότι ο αφρώδης οίνος «ανακαλύφθηκε» τόσο αργά όσο τον 17ο αιώνα. Η εμφάνισή του, θα πρέπει να ανάγεται στην εποχή της ίδιας της ανακάλυψης του οίνου, καθώς η παρουσία του διοξειδίου του άνθρακα (ή ανθρακικού) που τον χαρακτηρίζει, είναι φυσιολογικό επακόλουθο της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής του κρασιού, δηλαδή της αλκοολικής ζύμωσης. Όπως είπαμε και προηγούμενα, κατά τη διαδικασία αυτή τα σάκχαρα του γλεύκους μετατρέπονται σε οινόπνευμα και διοξείδιο του άνθρακα. Το διοξείδιο του άνθρακα, ως αέριο, απομακρύνεται σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια της ζύμωσης. Με το πέρας αυτής παύει να παράγεται. Εάν όμως το δοχείο μέσα στο οποίο γίνεται η ζύμωση σφραγισθεί λίγο πριν το τέλος της, τότε θα παγιδευτεί μέρος του ανθρακικού στον οίνο, και αυτός θα έχει τη γνώριμη αναψυκτική γεύση. Πέρα όμως και από αυτό το γεγονός που θα πρέπει οπωσδήποτε να είχε γίνει γνωστό από τους αρχαίους χρόνους με τυχαίο τρόπο, ας θυμηθούμε και όσα είπαμε προηγουμένως για τις πρακτικές οινοποίησης κατά την αρχαιότητα. Πολύ συχνά οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, αρωμάτιζαν τα κρασιά τους με διάφορα φυτά, μπαχαρικά, ενώ πολύ κοινό πρόσθετο συστατικό ήταν και το μέλι. Η προσθήκη μελιού στο κρασί, του προσδίδει αζύμωτα σάκχαρα τα οποία είναι δυνατό να αρχίσουν να ζυμώνονται και, εφόσον το κρασί φυλάσσεται σε κλειστό δοχείο, να παραμείνει στο σώμα του κρασιού ανθρακικό. Για ποιο λόγο λοιπόν θεωρείται η προαναφερόμενη περίοδος ως αυτή κατά την οποία γνώρισε ο κόσμος τη σαμπάνια; Μάλλον, οφείλεται στο γεγονός ότι το κοινό, τότε έμαθε να την αγαπά. Παλαιότερα η ύπαρξη ανθρακικού εκλαμβανόταν σαν ελάττωμα του κρασιού και αντιμετωπιζόταν ως ιδιότητα οίνων κακής ποιότητας. Τα εύσημα που πρέπει να αποδοθούν στους Γάλλους μοναχούς, είναι η τυποποίηση που πρόσφεραν στο προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι σε αυτούς οφείλεται η βέλτιστη δοσολογία σακχάρων στον οίνο, έτσι ώστε η σαμπάνια που προκύπτει να έχει τη σωστή ποσότητα ανθρακικού. Μεγάλη ποσότητα θα έχει ως αποτέλεσμα το σπάσιμο της φιάλης ή του οινοδοχείου από την πίεση, ενώ μικρή ποσότητα θα μας έδινε έναν «ξεθυμασμένο» αφρώδη οίνο. Μεγάλη επίσης σημασία για την ακόλουθη επιτυχία του αφρώδους αλκοολούχου, είχαν και οι οίνοι που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται (πινό νουάρ, πινό μενιέ και σαρντονέ). Δεν είναι όλοι οι οίνοι κατάλληλοι για καλή σαμπάνια, όπως και δεν είναι όλοι οι οίνοι κατάλληλοι για παραγωγή καλού μπράντι (ή κονιάκ, στην αντίστοιχη τοποθεσία).
Πριν αναλάβουν πάντως οι μονές δράση για την τυποποίηση της σαμπάνιας, το ποτό αυτό είχε καταναλωτικό κοινό μόνο στην Αγγλία. Με την φροντίδα των Γάλλων μοναχών άρχισε να γενικεύεται η κατανάλωσή του και στη Γαλλία. Ειδικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν τη Γαλλική επανάσταση (1789), η σαμπάνια είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος των ακόλαστων συμποσίων της βασιλικής αυλής. Η ζήτησή της ήταν τόσο δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την παραγωγή, που μόνο οι ευγενείς και οι οικονομικά εύρωστοι παράγοντες του δημοσίου βίου μπορούσαν να την προμηθεύονται. Για το σχήμα μάλιστα του ποτηριού της σαμπάνιας, υπάρχει μια πικάντικη ιστορία που σχετίζεται με την Μαρία Αντουανέτα (1755-1793), τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας (1774-1792), η οποία κατά πολλούς ιστορικούς φέρει τεράστια ευθύνη για την εξαθλίωση του λαού και το επακόλουθο ξέσπασμα της επανάστασης. Η Μαρία Αντουανέτα, όντας μεγάλη λάτρης της πολυτέλειας και των απολαύσεων, είχε μια μοναδική έμπνευση προκειμένου να αποκτήσει τέσσερα ποτήρια σαμπάνιας, που να είναι μοναδικά, αποκλειστικά δικά της: χρησιμοποίησε σαν καλούπια τα στήθη της και εκμαγεία από κερί ! Δε γνωρίζουμε, τις ακριβείς διαστάσεις των ποτηριών που κατασκευάστηκαν με εκείνον τον τρόπο.
Σήμερα πάντως, τα ποτήρια που προορίζονται για σαμπάνια δεν είναι κοντά και μεγάλης διαμέτρου, αλλά αντίθετα ψηλά και λεπτά . Ο λόγος είναι ότι σε ένα ποτήρι μεγάλης διαμέτρου έχουμε μεγάλη επιφάνεια του οίνου σε επαφή με τον αέρα, με αποτέλεσμα το διοξείδιο του άνθρακα να απομακρύνεται γρήγορα κι έτσι η σαμπάνια να στερείται σύντομα της ιδιαίτερης γεύσης της. Στο ποτήρι με το ψηλόλιγνο σχήμα, το ανθρακικό διατηρείται για περισσότερο χρόνο.
Η Γαλλική επανάσταση ήταν περίοδος μεγάλων αλλαγών. Τα μοναστήρια καταργήθηκαν και οι αμπελώνες τους πέρασαν στην ανερχόμενη τάξη των εμπόρων. Οι μεγάλοι εμπορικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν διακινούσαν τεράστιες ποσότητες γαλλικών οινικών προϊόντων ανά την υφήλιο. Η παραγωγή γινόταν όλο και πιο μαζική.
Οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και οι ακόλουθες κατακτήσεις έφεραν νέα αίγλη στα προϊόντα της χώρας. Ένας από τους σημαντικούς Γάλλους οινεμπόρους του 19ου αιώνα, ο Κλικό, ευθύνεται για το άνοιγμα της τεράστιας αγοράς της Ρωσίας. Οι Ρώσοι βέβαια, ήταν έτσι κι αλλιώς πάντοτε πρόθυμοι να αγκαλιάσουν οτιδήποτε προερχόταν από τη Γαλλία. Σημαντικότερη από το σύζυγο, η Νικόλ Κλικό, μετά το θάνατο του άνδρα της, επινόησε την τεχνική παραγωγής της σαμπάνιας που είναι γνωστή μέχρι σήμερα.
Το πρόβλημα με τη σαμπάνια μέχρι τότε, ήταν ότι είτε παρασκευαζόταν με σφράγισμα της φιάλης πριν το τέλος της ζύμωσης, είτε με προσθήκη σακχάρων και δεύτερη ζύμωση σε σφραγισμένη φιάλη, κατακαθόταν στον πυθμένα ποσότητα οινολάσπης (νεκροί ζυμομύκητες και άλλα προϊόντα της αλκοολικής ζύμωσης) που κατά το άνοιγμα του μπουκαλιού και την ακόλουθη εκτόνωση αναταρασσόταν και θόλωνε το υγρό. Η πολυμήχανη γυναίκα εισήγαγε την εξής μέθοδο: Μετά το τέλος της δεύτερης ζύμωσης, το μπουκάλι στηρίζεται ανάποδα και ανακινείται σε τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου όλη η οινολάσπη να συγκεντρωθεί στο λαιμό, πάνω από το φελλό. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται ρεμουάζ (remuage). Μετά, ο λαιμός της φιάλης ψύχεται, μέχρι που η εκεί μαζεμένη ιλύς παγώνει. Ο φελλός αφαιρείται, το παγάκι εκτοξεύεται λόγω της πίεσης του διοξειδίου (η διαδικασία ονομάζεται degorgement, απαγκίστρωση), και γρήγορα το κενό συμπληρώνεται με άλλο κρασί και ποσότητα ζάχαρης, ανάλογη με το πόσο ξηρή ή γλυκιά θέλουμε τη σαμπάνια. Αμέσως μετά το μπουκάλι σφραγίζεται ξανά και είναι έτοιμο προς διάθεση. Τα ακόλουθα έτη μέχρι το τέλος του αιώνα, είναι περίοδος εμπορικής κατάκτησης του κόσμου από την γαλλική σαμπάνια και τα άλλα εγχώρια οινικά προϊόντα.
Κάθε Αούστερλιτς, όμως, ακολουθείται από ένα Βατερλό. Η φυλλοξήρα (έντομο της αμπέλου), προκαλεί τεράστιες καταστροφές στους γαλλικούς αμπελώνες στο τέλος του 19ου αιώνα. Σαν να μην έφτανε αυτό, στις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, με την αμπελοκαλλιέργειά της να ανακάμπτει, η Γαλλία χάνει πολλές από τις παλαιότερες αγορές της. Στις Η.Π.Α. επιβάλλεται ποτοαπαγόρευση. Η Ρωσική επανάσταση κλείνει την έξοδο της ανατολής. Οι αγορές αυτές ποτέ δεν θα επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση. Οι Αμερικανοί θα επικεντρωθούν στην εγχώρια παραγωγή με μεγάλη επιτυχία, ενώ μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, η μισή Ευρώπη θα περάσει στη σφαίρα επιρροής των Σοβιετικών. Οι τελευταίοι θα αναπτύξουν τεράστια εγχώρια παραγωγή αλκοολούχων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των αγαπημένων τους από παλαιότερα σαμπάνιας και μπράντι.
Όσον αφορά το ζύθο, η μοναδική διαφορά – σε σχέση με τον ανθρακούχο οίνο – είναι ότι εκεί επιδιώκουμε χαμηλότερη πίεση στη φιάλη και άρα λιγότερο ανθρακικό. Οι πρακτικές είναι, κατά τα άλλα, πανομοιότυπες.
Πηγή: Μ. Κ. Ασημιάδης, Οινόπνευμα και πολιτισμός, Αθήνα 2005
Διοξείδιο του άνθρακα, ο θησαυρός (Α μέρος)
Από το ανθρακούχο νερό στα αναψυκτικά και τα τεχνητώς αφρώδη οινοπνευματούχα
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) είναι αέριο με εξαιρετική σημασία για την προβιοτική σύνθεση των οργανικών ενώσεων, υπεύθυνο για το ήπιο ατμοσφαιρικό κλίμα και την ανάπτυξη της ζωής στον πλανήτη Γη. Αποτελεί κοινό προϊόν καύσης όλων των οργανικών, όπως προϊόν καταβολισμού κάθε αερόβιου οργανισμού. Είναι ένα σταθερό, άχρωμο και άοσμο αέριο και κανονικό συστατικό της γήινης ατμόσφαιρας. Εδώ θα μας απασχολήσει η χρήση του στα (αλκοολούχα και μη) ποτά.
Στοιχεία ιστορίας, εν συντομία:
Τον 17ο αιώνα, ο Φλαμανδός ιατρός και χημικός Baptist van Helmont (1579-1644) παρατήρησε ότι όταν καιγόταν ο άνθρακας (κάρβουνο, ξύλο) σε κλειστό δοχείο, η μάζα της στάχτης που προέκυπτε ήταν κατά πολύ μικρότερη από εκείνη του αρχικού ανθρακούχου υλικού. Η ερμηνεία που έδωσε ήταν ότι ένα τμήμα του άνθρακα μετατράπηκε σε κάποιο είδος “αόρατου” αερίου, το οποίο ονόμασε gas (χάος).
Κατά τη δεκαετία 1750-1760, ο Σκωτσέζος φυσιολόγος Joseph Black (1728-1799) πρόσεξε ότι το ανθρακικό ασβέστιο (ασβεστόλιθος, CaCO3) κατά την ισχυρά θέρμανσή του ή κατά την κατεργασία του με οξέα παράγει ένα αέριο, το οποίο ονόμασε fixed air (σταθεροποιημένο αέρα).
Θεωρείται ότι ο πρώτος άνθρωπος που εμπότισε το νερό με διοξείδιο του άνθρακα ήταν ο William Brownrigg τη δεκαετία του 1740. Ο Joseph Priestley εφηύρε το ανθρακούχο νερό, ανεξάρτητα και τυχαία, το 1767, όταν ανακάλυψε μια μέθοδο έγχυσης νερού με διοξείδιο του άνθρακα αφού είχε αιωρήσει ένα μπολ με νερό πάνω από έναν κάδο μπύρας σε ένα ζυθοποιείο στο Leeds του Yorkshire (κατά τη ζύμωση σακχαρούχων χυμών παράγεται διοξείδιο του άνθρακα). Έγραψε για την «ιδιόμορφη ικανοποίηση» που βρήκε όταν το πίνει, διαπιστώνοντας την ευχάριστη όξινη γεύση του (pH: 3 έως 4) και τις “δροσιστικές” ιδιότητές του, και το 1772 δημοσίευσε μια εργασία με τίτλο «εμποτίζοντας το νερό με σταθεροποιημένο αέρα». Πάντως, μόλις το 1781 άρχισε να παράγεται ανθρακούχο νερό σε μεγάλη κλίμακα με την ίδρυση εταιρειών που ειδικεύονται στην παραγωγή τεχνητού μεταλλικού νερού. Το πρώτο εργοστάσιο κατασκευάστηκε από τον Thomas Henry στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Ενώ η ανακάλυψη του Priestley οδήγησε τελικά στη δημιουργία της βιομηχανίας αναψυκτικών – η οποία ξεκίνησε το 1783 όταν ο Johann Jacob Schweppe ίδρυσε την εταιρία Schweppes (γνωστή ως σήμερα) για να πουλήσει εμφιαλωμένο νερό με ανθρακικό – ο ίδιος δεν επωφελήθηκε οικονομικά από την εφεύρεσή του. Έλαβε πάντως επιστημονική αναγνώριση με μετάλλιο από το Συμβούλιο της Βασιλικής Εταιρίας της Αγγλίας το 1773.
Όπως είναι λογικό, δεν άργησαν να εμφανιστούν και τα αεριούχα αναψυκτικά όπως λεμονάδα (1845) ή κόλα (1885). Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από προόδους στον τομέα της εμφιάλωσης (καπάκια φιαλών). Να σημειωθεί βέβαια, ότι τα αλκοολούχα αφρώδη ποτά, ήταν γνωστά από πολύ νωρίτερα, πράγμα που θα μας απασχολήσει στο Β μέρος.
Η πλήρωση των ποτών με διοξείδιο του άνθρακα γίνεται με προσθήκη CO2 (υγροποιημένο υπό πίεση σε φιάλες). Σε πίεση 1 atm και στους 25ºC η διαλυτότητα του CO2 είναι 1,45 g/L, η οποία υπερδιπλασιάζεται στους 0 ºC. Για το λόγο αυτό η πλήρωση γίνεται σε ποτά με θερμοκρασία οπωσδήποτε μικρότερη των 8 ºC. Χαρακτηριστική είναι η ιδιότητα του CO2 να σχηματίζει υπέρκορα υδατικά διαλύματα (που περιέχουν περισσότερο ανθρακικό απ’ ότι ορίζει η διαλυτότητά του), τα οποία χάνουν το επιπλέον CO2 με ισχυρή ανάδευση (όπως παρατηρούμε όταν ανακατεύσουμε έντονα ένα ανθρακούχο ποτό). Η πρακτική αυτή δεν διαφέρει από μη αλκοολούχα σε αλκοολούχα ποτά. Στην περίπτωση των αλκοολούχων ποτών όμως (οίνος, ζύθος), έχουμε και την δυνατότητα δημιουργίας ανθρακικού σε σφραγισμένη φιάλη, οπότε τα ονομάζουμε «φυσικώς αφρώδη».
Η συνέχεια στο Β μέρος.
Βιβλιογραφία:
Η χημική ένωση του μήνα: Διοξείδιο του άνθρακα http://195.134.76.37/chemicals/chem_carbondioxide.htm
Wikipedia (αγγλικά), το ανθρακούχο νερό https://en.wikipedia.org/wiki/Carbonated_water
Τα προσωπεία των οινοπνευματούχων
Θα ήταν δυνατόν κανείς να μην αναγνωρίσει τη μπίρα, τη ρετσίνα ή το ούζο με μια μόνο γουλιά; Μήπως αυτό συμβαίνει εξαιτίας των χαρακτηριστικών της βύνης, του σταφυλιού ή του υψηλόβαθμου αποστάγματος; Όχι βέβαια. Τα ποτά αυτά αναγνωρίζονται – αποκλειστικά σχεδόν – εξαιτίας της περιεκτικότητάς τους σε μικρή ποσότητα μιας αρωματικής πρώτης ύλης.
Λυκίσκος
Ίσως αρχαιότερη από το κρασί (καθώς η πρώτη ύλη της, τα δημητριακά, υπερτερούν σε θρεπτική σημασία από το σταφύλι), η μπίρα δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα· ο λόγος δεν ήταν άλλος από την καθυστέρηση της χρήσης λυκίσκου ως καθοριστικού γευστικού, αρωματικού, διαυγαστικού και συντηρητικού παράγοντα. Ο ζύθος πριν το λυκίσκο δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα θολό, άγευστο χαμηλόβαθμο αλκοολούχο προϊόν, συχνά ξινό και οπωσδήποτε υποδεέστερο από έναν ευγενή οίνο.
Ο λυκίσκος (φυτό) ανήκει στην οικογένεια των κανναβοειδών. Συγγενεύει με την τσουκνίδα, την κάνναβη και τη μουριά. Ο καρπός του περιέχει επίσης ρητίνες, τανίνες και οργανικά οξέα, είναι υπεύθυνος για τη χαρακτηριστική πικρή γεύση της μπύρας και αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη προς παρασκευή ζύθου μετά τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Μέχρι τότε, για αρωματισμό χρησιμοποιούνταν διάφορα χορταρικά και βότανα, έχοντας σαν αποτέλεσμα αρκετά διαφορετική γεύση ανά περίπτωση.
Γενικά, η μπίρα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, οφείλει τη διάδοσή της στο λυκίσκο (αλλά και στο ανθρακικό της – έναν άλλο σημαντικό παράγοντα για πολλά ποτά), συστατικό που επεβλήθη δια νόμου στη ζυθοποιία στη Γερμανία στις αρχές του 16ου αιώνα. Μπορεί να μας φαίνεται αρκετά πρόσφατο, είναι όμως πιθανότατα ο αρχαιότερος διατροφικός κανονισμός που ισχύει μέχρι και σήμερα (βύνη, λυκίσκος και – αργότερα – μαγιά). Πρακτικά, οι διαφορές ανάμεσα στις μπίρες οφείλονται στην ποιότητα και την ποσότητα του λυκίσκου που χρησιμοποιείται και, δευτερευόντως, στην περιεκτικότητα τους σε οινόπνευμα.
Ρητίνη (ρετσίνι)
Η ιστορία της χρήσης της ρητίνης χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας καθώς χρησιμοποιούταν στην αρχαία Ελλάδα και Ιταλία προς συντήρηση και αρωματισμό των κρασιών. Πιστευόταν ότι η διατήρηση των οίνων στους αμφορείς οφειλόταν στο ρετσίνι που χρησιμοποιούσαν αρχικά, μαζί με γύψο, για το σφράγισμά τους και κατόπιν διαλυμένο στο ίδιο το κρασί. Θεωρούσαν επίσης ότι είχε αντισηπτικές ιδιότητες.
Το ρετσίνι παραλαμβάνεται από το πεύκο αφού δημιουργηθούν εγκοπές στον κορμό του. Βασικά συστατικά του είναι το κολοφώνιο (μη πτητική ρητίνη) και το τερεβινθέλαιο. Να σημειωθεί εδώ ότι την εποχή που το ρετσίνι ήταν απαραίτητο για κάθε οινοπαραγωγό, η συλλογή του ρετσινιού γινόταν από έμπειρους ρητινοσυλλέκτες οι οποίοι λειτουργούσαν έμμεσα και σαν δασοφύλακες, φροντίζοντας το δάσος από πυρκαγιές παράνομη υλοτομία κ.λ.π.
Κατά την παρασκευή της ρετσίνας, το ρετσίνι προστίθεται κατά την έναρξη της αλκοολικής ζύμωσης στο γλεύκος σε ποσότητες από 50 έως και 300 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο. Στην αρχή της ζύμωσης το ρετσίνι επιπλέει, όσο όμως παράγεται οινόπνευμα τόσο μεγαλύτερο μέρος του διαλύεται στο κρασί. Στο τέλος της ζύμωσης το μεγαλύτερο μέρος του καθιζάνει. Ένα μικρό ποσοστό πάντως (κυρίως τερεβινθελαίου) εξακολουθεί να βρίσκεται στην επιφάνεια του οίνου όπου και του προσφέρει κάποια μόνωση από το οξυγόνο του αέρα που τυχόν εισέρχεται στο οινοδοχείο.
Εξαιτίας του ισχυρού αρώματος που η ρητίνη προσδίδει στο κρασί, οποιοδήποτε αρωματικό χαρακτηριστικό του οίνου που παράγεται με τον τρόπο αυτό καλύπτεται από την δυναμική της παρουσία. Ακόμα, το δυνατό της άρωμα μπορεί να συγκαλύψει προβλήματα του παραγόμενου οίνου όπως ξίδιασμα κατά την έναρξή του, κακοσμίες, κ.λ.π.
Μετά από μια περίοδο που η κατανάλωση της ρετσίνας είχε υποχωρήσει προς όφελος των οίνων ονομασίας προέλευσης, νέοι παραγωγοί εμφανίζουν ξανά ρητινίτες οίνους σε καλαίσθητες, ελκυστικές συσκευασίες. Η ρετσίνα έχει αναγνωριστεί σαν καθαρά Ελληνικό παραδοσιακό προϊόν και έχει κατοχυρωθεί σαν τέτοιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ανηθόλη (γλυκάνισος)
Υπεύθυνη για το χαρακτηριστικό άρωμα του γνωστού μας ούζου, αλλά και σωρείας άλλων υψηλόβαθμων αλκοολούχων ανά την Ευρώπη, όπου τουλάχιστον ήταν δυνατό να διατίθεται. Η ανηθόλη είναι αρωματική οργανική χημική ένωση που απαντάται ευρέως στη φύση, σε αιθέρια έλαια. Είναι υπεύθυνη για την οσμή του γλυκάνισου και του μάραθου (φυτά της οικογένειας σκιαδοφόρα), αλλά και των φυτών Syzygium anisatum (οικογ. μυρτοειδή), γλυκόριζα (ψυχανθή), των λουλουδιών της μανόλιας και του αστεροειδή γλυκάνισου. Έχει ιδιαίτερα γλυκιά γεύση και εύκολα αναγνωρίσιμο ευχάριστο άρωμα. Η ανηθόλη είναι πρακτικώς αδιάλυτη στο νερό, αλλά πολύ ευδιάλυτη στην αιθανόλη (οινόπνευμα), ιδιότητα που προκαλεί τη θόλωση των αρωματισμένων με ανηθόλη ποτών όταν προσθέσουμε σε αυτά νερό, όπως συμβαίνει με το ούζο (το διεθνώς αναφερόμενο ως «ouzo effect»), καθώς προκαλείται γαλακτωματοποίηση.
Αρχικά, το ούζο, δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από το σημερινό τσίπουρο με γλυκάνισο, δηλαδή συναπόσταγμα στεμφύλων σταφυλής με γλυκάνισο και άλλα αρωματικά συστατικά (μαστίχα, αρωματικούς σπόρους ή καρπούς). Με τα χρόνια, η διαδικασία παραγωγής έτεινε προς πιο απλοποιημένα προϊόντα, και ιδίως προς ποτά ελεύθερα «σκληρών» αρωμάτων. Έτσι, το ούζο κατέληξε να παράγεται με απλή ανάμιξη καθαρής αλκοόλης, νερού και αρωματικών συστατικών. Η διαφορά στις ποιότητες έχει να κάνει με την περιεκτικότητα σε γλυκάνισο, μαστίχα και άλλα στοιχεία. Μόλις το 1989 με νόμο της Ε.Ο.Κ., επιβλήθηκε η χρήση της απόσταξης για ένα ποσοστό 20% της αλκοόλης του ούζου. Αυτό σημαίνει ότι, σε μια παρτίδα 100 λίτρων ούζου, με περιεκτικότητα 40% σε αλκοόλη, τα 8 τουλάχιστο λίτρα της αλκοόλης πρέπει να προέρχονται από συναπόσταξη οινοπνεύματος και αρωματικών συστατικών, ενώ το υπόλοιπο μπορεί να προέρχεται από απλή ανάμιξη.
Αλκοολούχα ποτά με γλυκάνισο παρασκευάζονται σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Στη Γαλλία έχουμε το παστίς (με γλυκάνισο και γλυκόριζα), στην Ιταλία τη σαμπούκα, στην Ισπανία τα ανίς, στην Πορτογαλλία τα ανισάντο και στη Γιουγκοσλαβία την ανιζέτα.
Πηγές
- Μ. Κ. Ασημιάδη, Οινοποίησης Εγχειρίδιο, Αθήνα 2002,
- Μ. Κ. Ασημιάδη, Οινόπνευμα και Πολιτισμός, Αθήνα 2005,
- Wikipedia
Η ονοματοδοσία του οινοπνεύματος
Πολλές είναι οι ονομασίες που δόθηκαν κατά καιρούς στο θαυματουργό προϊόν της απόσταξης, κατά την εξέλιξη της μεθοδολογίας παρασκευής του. Παρόλα αυτά, είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η ονομασία που επικράτησε τελικά στο δυτικό κόσμο εμφανίζεται στον 16ο πια αιώνα.
Γραπτά κείμενα του 12ου αιώνα από την Ιταλική σχολή του Σαλέρνο, διακρίνουν το οινόπνευμα σε δυο τύπους: το νερό της φωτιάς (“aqua ardens”), και το νερό της ζωής (“aqua vitae”). Προφανώς, η διάκριση αφορά διαφορετικές περιεκτικότητες οινοπνεύματος. Υπάρχει σήμερα ποτό που ονομάζεται aquavit, του οποίου το άρωμα προέρχεται από συναπόσταξη οινοπνεύματος με σπόρους κύμινου και άνηθου. Κατά τον 13ο αιώνα ήδη αναφέρεται η έννοια ”spiritus vini” («πνεύμα του οίνου»), καθώς οι αποστάξεις προς παραγωγή οινοπνεύματος έχουν σαν αποκλειστική πρώτη ύλη το κρασί. Η ελληνική ονομασία του αλκοόλ, οινόπνευμα, προέρχεται από τη μετάφραση στα ελληνικά αυτού του λατινικού όρου. Κατά τα μέσα του ίδιου αιώνα ο Αρνώ ντε Βιλνέβ (Arnaud de Villeneuve), ο οποίος ήταν ο πρώτος που απέσταξε κρασί στη Γαλλία, ονόμασε το προϊόν της εργασίας του “eau-de-vie” (νερό της ζωής), πιστεύοντας ότι παρείχε τη δυνατότητα επιμήκυνσης της ζωής. Η ίδια ονομασία χρησιμοποιείται και σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ονομασία γενικώς των αποσταγμάτων οίνου.
Ο Παράκελσος όμως ήταν αυτός που του έδωσε την επικρατούσα διεθνώς ονομασία «αλκοόλ». Η λέξη αυτή προέρχεται από την αραβική λέξη “kuhl” (και βεβαίως το γνωστό μας πια αραβικό άρθρο «αλ») η σημασία της οποίας στην πραγματικότητα ήταν «ευγενική σκόνη», έννοια που περιελάμβανε γενικά τις καλλυντικές σκόνες. Οι αλχημιστές αργότερα εφάρμοσαν την ορολογία αυτή σε αρώματα που παραλαμβάνονταν ως προϊόντα απόσταξης και καθώς το οινόπνευμα ήταν επίσης προϊόν της διεργασίας αυτής, ο ύστατος των παλαιών αλχημιστών θεώρησε σκόπιμο να απλοποιήσει τα πράγματα.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Κ. Ασημιάδη, “Οινόπνευμα και πολιτισμός”.
Αν και λιγότερο συχνά απ’ ό,τι παλιότερα, εμφανίζονται και στις μέρες μας στην ειδησεογραφία περιπτώσεις παραποιημένων ποτών, κυρίως σε κέντρα διασκέδασης. Παρά το γνωστό μεγάλο κίνδυνο που προέρχεται από τη χρήση της μεθανόλης** σαν αντικαταστάτη του οινοπνεύματος σε ορισμένες περιπτώσεις, τέτοιου τύπου νόθευση είναι μάλλον σπάνια.
Η νόθευση γίνεται συνήθως με υδραλκοολικό διάλυμα οινοπνεύματος (αιθανόλης), το οποίο όμως, νόμιμα διακινούμενο, είναι ιδιαίτερα ακριβό (λόγω του φόρου οινοπνεύματος) και άρα άσκοπο να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να αποδώσει το αναμενόμενο κέρδος. Πού βρίσκεται λοιπόν η πρώτη ύλη για την παρασκευή των «μπομπών»; Μα φυσικά σε λαθραίο οινόπνευμα, που ξεφεύγει του κόστους της φορολόγησης. Στον καιρό μας, λαθραίο οινόπνευμα εισάγεται κυρίως από όμορες βαλκανικές χώρες, σε σχετικά μικρές ποσότητες (ό,τι μπορεί να χωρέσει σ’ ένα φορτηγό καλυμμένο με άλλα προϊόντα, συνήθως 10 ως 15 τόνους).
Τα πράγματα ήταν αρκετά πιο μεγεθυμένα (κι ευφάνταστα) στη χρυσή εποχή των νυχτερινών κέντρων (τέλη δεκαετίας ογδόντα, δεκαετία ενενήντα). Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Το μακρινό 1994, αποκαλύφθηκε απάτη κατά την οποία εταιρία εξήγε οινόπνευμα (περί τους 500 τόνους!) προς τρίτες χώρες, το οποίο αποδείχθηκε… καθαρό νερό (εφημερίδα το Βήμα, 1994)! Συγκεκριμένα, ενώ οι ποσότητες αυτές είχαν δηλωμένο αλκοολικό τίτλο 60%, έρευνα κλιμακίου του υπουργείου οικονομικών (στελεχωμένο από υπαλλήλους του τελωνείου και του γενικού χημείου του κράτους) στις χώρες αυτές έδειξε ότι η μεγαλύτερη ποσότητα αυτών ήταν νερό, ενώ μικρότερες ποσότητες περιείχαν οινόπνευμα από 13 ως 27,5%.
Όπως είναι προφανές, το οινόπνευμα που περίσσευε διοχετευόταν στην εγχώρια μαύρη αγορά (ή και σε νέες εξαγωγές). Η παρασκευή του νοθευμένου ποτού δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις: Αραίωση του οινοπνεύματος (ή του υψηλά οινοπνευματούχου διαλύματος) στην επιθυμητή συγκέντρωση (κατά κανόνα κατώτερη από εκείνη του γνήσιου ποτού), προσθήκη χρωστικής για να ομοιάζει στο γνήσιο ποτό (π.χ. ουίσκι, για τη βότκα δεν χρειάζεται) και, για πιστότερο αποτέλεσμα, ανάμειξη με ποσότητα του γνήσιου ποτού, καθώς το περιθώριο κέρδους είναι υψηλό. Για να καταλάβουμε τι υπεραξία προερχόταν από τέτοια απάτη ας θυμηθούμε τα γεγονότα του ενενήντα τέσσερα με τον περίφημο «νόμο Παπαθεμελή» σύμφωνα με τον οποίο τα νυχτερινά κέντρα θα έπρεπε να κλείνουν τις καθημερινές στις δύο το πρωί. Παρά το ότι είχε στο πλευρό του τους εργαζόμενους στο χώρο της διασκέδασης, απέναντί του βρέθηκαν οι ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων οι οποίοι βρήκαν απροσδόκητο σύμμαχο σε πολυάριθμους πολίτες που μετέτρεπαν κάθε βράδυ το μνημείο του Έλληνα στρατιώτη σε πίστα διασκέδασης! Όπως είναι γνωστό, η φωνή του λαού(;) εισακούσθηκε και ο νόμος αποσύρθηκε, αφήνοντας πίσω του σαν ανάμνηση ένα σκωπτικό τραγουδάκι για τον εν λόγω υπουργό (από γνωστό καλλιτέχνη/αγωνιστή). Το εθνικό ποτό (οποιασδήποτε προέλευσης) ήταν ελεύθερο να ρέει ανεμπόδιστα καθημερινά, μέχρι τα ήμερα χαράματα.
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, οι μπόμπες δεν είναι επικίνδυνες εφόσον παρασκευάζονται από καθαρή αιθανόλη γεωργικής προέλευσης. Αν δεν πρόκειται για καθαρή αιθανόλη όμως και περιέχονται προσμίξεις από άλλες αλκοόλες (μεθανόλη), τότε η τοξικότητά τους είναι δεδομένη.
Μπορούμε να καταλάβουμε αν ένα ποτό είναι νοθευμένο μόνο με την κατανάλωση; Πολύ δύσκολο, εκτός κι αν έχουμε ευαίσθητη γεύση για κάποιο που καταναλώνουμε συχνά. Αν μάλιστα αισθανθούμε διαταραχή στην όραση, είναι βέβαιο ότι το ποτό περιείχε μεθανόλη. Αν και σπάνιο στη χώρα μας (θυμάμαι μόνο μια περίπτωση το 2016, με τουρίστρια που έχασε την όρασή της σε ελληνικό νησί), δεν μπορεί να αποκλειστεί, καθώς ακόμα και οι ίδιοι οι παρασκευαστές του δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν την καθαρότητα της αλκοόλης που χρησιμοποιούν.
Η λύση φυσικά είναι απλή: Σε εξόδους προτιμούμε να μην καταναλώνουμε υψηλόβαθμα αλκοολούχα ποτά· ο οίνος ή ο ζύθος είναι μάλλον απίθανο να έχουν νοθευτεί. Όταν καταναλώνουμε περιοριζόμαστε στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα ή, ιδανικά, σε ποτό χωρίς αλκοόλ· τα δυστυχήματα δεν προέρχονται από κατανάλωση νοθευμένων ποτών – η υπερκατανάλωση αιθανόλης είναι αρκετά σίγουρος λόγος για την απώλεια της συγκέντρωσης, της ισορροπίας, της απλής λογικής. Και ας πάψει η χρήση αστικών μύθων για το ένα ποτό που έθεσε εκτός μάχης τον καταναλωτή του επειδή «μου σέρβιραν μπόμπα» ή «έριξαν στάχτη στο ποτήρι μου». Σημασία έχει, πόσα ποτήρια προηγήθηκαν του «ένοχου» τελευταίου.
*<βόμβα <ιταλ. bomba < λατιν. bombus< αρχ. ελλ. Βόμβος (όπου είχε την έννοια και του δυνατού κρότου εκτός από τη σημερινή του βουητού)
** Η ενδεχόμενη παρουσία μεθανόλης (CH3OH, μεθυλική αλκοόλη, ξυλόπνευμα) σε ποτό είναι σημαντικότατη από ενδιαφέρον ανθρώπινης υγείας, λόγω της υψηλής της τοξικότητας· σε υψηλή ποσότητα μπορεί να επιφέρει αδιαθεσία, τύφλωση, ακόμα και θάνατο (βλέπε και παλαιότερες αναρτήσεις).
Συχνές ερωτήσεις για το νοθευμένο ελαιόλαδο
1) Το προϊόν που αγόρασα ως ελαιόλαδο αποδείχθηκε σπορέλαιο. Μπορώ να το καταναλώσω;
Η απάντηση είναι αρνητική: Ένα προϊόν απάτης δεν μπορούμε να το εμπιστευτούμε, πολύ περισσότερο όταν αφορά την υγεία μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις τέτοιας απάτης το ελαιόλαδο απουσιάζει τελείως. Μπορεί βεβαίως να προσδιοριστεί το είδος του σπορέλαιου, αλλά χρειάζεται πλήθος επιπλέον πληροφοριών (από αναλύσεις), καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την καθαρότητά του, το χώρο προηγούμενης αποθήκευσής του, το χρόνο παραγωγής του κ.λ.π.. Αρκεί να θυμηθούμε το σκάνδαλο του επιμολυσμένου με ορυκτέλαιο (παραφινέλαιο) ηλιελαίου από την Ουκρανία το 2008 και τους χιλιάδες τόνους που αποσύρθηκαν από την αγορά τότε.
2) Μπορώ να καταλάβω χωρίς τη βοήθεια αναλυτικής μεθόδου αν το ελαιόλαδο που μου προσφέρεται είναι γνήσιο;
Αν και εξαιρετικά δύσκολο, ας αναφέρουμε κάποιες ενδείξεις που μπορεί να φανούν χρήσιμες: Το χρώμα του σπορέλαιου (που φέρεται ψευδώς ως ελαιόλαδο), είναι συνήθως λαμπερό πράσινο, ξένο προς αυτό του γνήσιου. Αλλά διακρίνεται δύσκολα εάν έχει αναμιχθεί με ποσότητα (συνήθως μικρή) κανονικού ελαιολάδου. Η γεύση και το άρωμά του θα φανούν απωθητικά σε κάποιον έμπειρο καταναλωτή· όχι πάντα όμως. Συχνά, ακόμα και σε ίδιου τύπου σπορέλαια που έχουν αναγνωριστεί, η ένταση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών είναι χαμηλή, πολύ περισσότερο αν περιέχουν ποσότητα κανονικού ελαιολάδου.
Αυτό που μπορεί εύκολα να διακριθεί είναι η ψευδής ετικέτα που απαντάται συχνά («Αγνό παρθένο ελαιόλαδο»), από την οποία λείπουν απαραίτητες πληροφορίες όπως η ονομασία πώλησης της κατηγορίας ελαιολάδου μαζί με την “πληροφορία για την αντίστοιχη κατηγορία” (π.χ. εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο / “ελαιόλαδο ανωτέρας κατηγορίας που παράγεται απευθείας από ελιές και μόνο με μηχανικές μεθόδους”), ο προσδιορισμός της καταγωγής, η ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας του προϊόντος, οι συνθήκες διατήρησής του, η διατροφική δήλωση κ.α.
Τέλος, μεγάλη προσοχή στις χαμηλές τιμές· το κόστος του ελαιολάδου ακολουθεί τους κανόνες της αγοράς και – σε εποχή έλλειψης όπως η δική μας – κανείς δεν βιάζεται να το πωλήσει φθηνά.
Το οινόπνευμα επιδρά πρωτίστως στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Παρεμβαίνει στην επικοινωνία μεταξύ των νευρικών κυττάρων και όλων των άλλων κυττάρων, καταστέλλοντας τις δραστηριότητες των διεγερτικών οδών των νεύρων και αυξάνοντας τις δραστηριότητες των ανασταλτικών νευρικών οδών. Έτσι, το αλκοόλ, έχει την ικανότητα (όπως και τα εισπνεόμενα αναισθητικά) να αυξήσει την επίδραση του νευροδιαβιβαστή GABA, ενός νευροδιαβιβαστή ανασταλτικού. Αυξάνοντας έναν αναστολέα όπως ο GABA έχουμε σαν αποτέλεσμα μια συμπεριφορά πιο «νωθρή», ακριβώς δηλαδή τη συμπεριφορά που παρατηρούμε σε ένα άτομο μεθυσμένο. Η γλουταμίνη είναι ένας διεγερτικός νευροδιαβιβαστής του οποίου η δράση μειώνεται από το οινόπνευμα. Καθιστώντας αυτόν το διεγερτικό νευροδιαβιβαστή λιγότερο δραστικό, προκαλείται επίσης νωθρότητα. Το οινόπνευμα, το προκαλεί αυτό αλληλεπιδρώντας με τους υποδοχείς στα κύτταρα – αποδέκτες, στις οδούς αυτές. Το αλκοόλ επιδρά σε διάφορα κέντρα του εγκεφάλου, τόσο στα χαμηλότερα όσο και στα υψηλότερα επίπεδα. Τα κέντρα αυτά δεν επηρεάζονται ισοδύναμα με το ίδιο ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα. Τα υψηλότερου επιπέδου κέντρα είναι πιο ευαίσθητα από τα κέντρα χαμηλότερου επιπέδου. Όσο το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα αυξάνεται, τόσο περισσότερα κέντρα του εγκεφάλου επηρεάζονται.
Η σειρά με την οποία το οινόπνευμα επιδρά σε διάφορα εγκεφαλικά κέντρα έχει ως εξής:
• Εγκεφαλικός φλοιός
• Ρινεγκέφαλος
• Παρεγκεφαλίδα
• Υποθάλαμος και Υπόφυση
• Προμήκης μυελός
Εγκεφαλικός φλοιός
Πρόκειται για περιφερειακή ζώνη του εγκεφάλου που αποτελεί και το μεγαλύτερο τμήμα του. Αποτελείται από τη φαιά ουσία. Εκεί γίνεται η επεξεργασία των νευρικών ερεθισμάτων, λαμβάνει χώρα η λειτουργία της σκέψης και της αντίληψης και από εκεί ξεκινούν οι περισσότερες μυϊκές κινήσεις∙ ταυτόχρονα επιδρά σε εγκεφαλικά κέντρα κατώτερου επιπέδου. Το οινόπνευμα στον εγκεφαλικό φλοιό επιδρά ως εξής:
• Ελαττώνει τα ανασταλτικά κέντρα της συμπεριφοράς. Το υποκείμενο γίνεται πιο ομιλητικό (λύνεται η γλώσσα του), η αυτοπεποίθησή του αυξάνεται και οι αναστολές του ελαττώνονται.
• Επιβραδύνεται η διαδικασία ερμηνείας των πληροφοριών από τις αισθήσεις. Η όραση, η ακοή, η γεύση, η όσφρηση και η αφή αμβλύνονται. Αμβλύνεται επίσης και η αίσθηση του πόνου.
• Δυσχεραίνεται η διαδικασία της σκέψης. Το υποκείμενο δυσκολεύεται να κρίνει ή να σκεφτεί σωστά.
Εννοείται ότι όλα τα παραπάνω ενισχύονται όσο αυξάνεται το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα.
Ρινεγκέφαλος
Ο ρινεγκέφαλος αποτελείται από τις περιοχές του εγκεφάλου, που ονομάζονται ιππόκαμπος και διαφραγματική περιοχή. Το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο των συναισθημάτων και της μνήμης. Όσο περισσότερο οινόπνευμα επιδρά στο σύστημα αυτό τόσο το υποκείμενο ωθείται σε υπερβολικές συναισθηματικές καταστάσεις (θυμό, επιθετικότητα, υποχωρητικότητα) και απώλεια μνήμης.
Παρεγκεφαλίδα
Η παρεγκεφαλίδα είναι όργανο που βρίσκεται στο οπίσθιο τμήμα της κρανιακής κοιλότητας του εγκεφάλου. Απ’ αυτήν εξαρτάται ο κινητικός έλεγχος των μυών, καθώς και ο έλεγχος της ισορροπίας και της στάσης. Οι νευρικές διεγέρσεις που προκαλούν τη μυϊκή κίνηση ξεκινούν από την παρεγκεφαλίδα και καταλήγουν, μέσω του νωτιαίου μυελού, στους μύες. Αυξημένες ποσότητες οινοπνεύματος παρεμποδίζουν τόσο τον ορθό έλεγχο των μυϊκών κινήσεων, όσο και την ίδια την ισορροπία στο χώρο.
Υποθάλαμος και Υπόφυση
Ο υποθάλαμος είναι περιοχή που ελέγχει πολλές αυτόματες λειτουργίες του εγκεφάλου μέσω επιδράσεων στο μυελό, και συντονίζει πολλούς χημικούς ή ενδοκρινικούς μηχανισμούς (εκκρίσεις της ερωτικής πράξης, του θυρεοειδή και των αυξητικών ορμονών) μέσω χημικών και νευρικών ερεθισμάτων στον αδένα της υπόφυσης. Το αλκοόλ επιδρά στον υποθάλαμο και τον αδένα της υπόφυσης, επηρεάζοντας την σεξουαλική συμπεριφορά και τη διούρηση.
Το οινόπνευμα καταστέλλει, στον υποθάλαμο και τον αδένα της υπόφυσης, τη δράση των νευρικών κέντρων που ελέγχουν την ερωτική επιθυμία και την ερωτική απόδοση. Όσο το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα αυξάνεται, η ερωτική επιθυμία αυξάνεται αλλά η ερωτική απόδοση ελαττώνεται.
Σε ό,τι αφορά τη διούρηση το οινόπνευμα επιδρά στην υποφυσιακή έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH), η οποία προκαλεί την επαναρρόφηση ύδατος από το νεφρό. Το αλκοόλ επιδρά στο σύστημα υποθαλάμου / υπόφυσης προκαλώντας ελάττωση του επιπέδου της ADH στην κυκλοφορία. Όταν το επίπεδο της ADH ελαττώνεται, τα νεφρά επαναπορροφούν λιγότερο νερό με αποτέλεσμα να παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα ούρων και άρα να αυξάνεται η διούρηση.
Προμήκης μυελός
Ο προμήκης μυελός βρίσκεται μεταξύ του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού και απ’ αυτόν ξεκινούν αρκετά κρανιακά νεύρα. Ελέγχει ή επηρεάζει τις σωματικές λειτουργίες για τις οποίες δε χρειάζεται να σκεπτόμαστε, όπως, την αναπνοή, τον ρυθμό της καρδιάς, τη θερμοκρασία του σώματος και τη συναίσθηση. Όταν το οινόπνευμα επιδρά σε ανώτερα κέντρα στο μυελό, όπως τον δικτυοειδή σχηματισμό, το υποκείμενο θα αρχίσει να αισθάνεται νυσταγμένο και τελικά θα χάσει τη συναίσθησή του σε μεγάλη περιεκτικότητα οινοπνεύματος. Σε ιδιαίτερα αυξημένη περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα, οι προαναφερόμενες σωματικές λειτουργίες μπορούν να επηρεαστούν. Είναι δυνατό να παρεμποδιστεί ή να διακοπεί η αναπνοή, η πίεση του αίματος και η θερμοκρασία του σώματος να ελαττωθούν. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να αποβούν θανάσιμες για τον οργανισμό.
Άλλα συστήματα του οργανισμού που επηρεάζονται από το αλκοόλ
Επιπλέον του εγκεφάλου, το οινόπνευμα μπορεί να επηρεάσει και άλλους σωματικούς ιστούς. Κυριότερες επιδράσεις είναι οι εξής:
• Ερεθισμός της εσωτερικής επιφάνειας του στομάχου και του εντέρου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εμετό.
• Αύξηση της ροής του αίματος στο στομάχι και το έντερο. Αυτό αυξάνει τις εκκρίσεις των οργάνων αυτών με σημαντικότερη την έκκριση γαστρικών οξέων.
• Αύξηση της ροής του αίματος στο δέρμα. Αυτό προκαλεί ερυθρότητα του δέρματος (εμφάνιση έξαψης) και εφίδρωση. Η εφίδρωση προκαλεί ελάττωση σωματικής θερμοκρασίας η οποία είναι δυνατό να ελαττωθεί σε επίπεδο κάτω του κανονικού.
• Ελάττωση της ροής του αίματος στους μύες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μυαλγίες οι οποίες γίνονται αντιληπτές όταν το υποκείμενο συνέρχεται από την επήρεια του αλκοόλ.
Όλες οι επιδράσεις του οινοπνεύματος συνεχίζονται έως ότου αυτό μεταβολισθεί και αποικοδομηθεί από το ήπαρ.
Πηγή: Μ. Κ. Ασημιάδης, Οινόπνευμα και πολιτισμός, Αθήνα 2005
Πολυάριθμες περιπτώσεις νοθείας ελαιολάδου
Μεγάλη προσοχή στην προμήθεια χύμα (χύδην) ελαιολάδου. Κυκλοφορούν ευρέως “ελαιόλαδα” ποικίλης προέλευσης, που η μοναδική τους ομοιότητα με το έλαιο ελιάς προέρχεται από την πρόσθετη χρωστική. Δυστυχώς, η κυκλοφορία τους ενισχύεται από τη διαρκή αναφορά στην υψηλή τιμή που έχει (και ενδεχομένως θα έχει και στην προσεχή ελαιοπαραγωγική περίοδο) το παρθένο ελαιόλαδο.
Μέτρα και ακρίβεια
Μέτρων κρίση (για την περιεκτικότητα των γλευκών και οίνων σε σάκχαρα και οινόπνευμα, αντίστοιχα)
Βαθμοί Μπομέ
Η γνώση της περιεκτικότητας του γλεύκους (μούστου) σε σάκχαρα πριν την έναρξη της αλκοολικής ζύμωσης είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς, μέσω αυτής μπορεί να προσδιοριστεί με σχετική ακρίβεια η περιεκτικότητα σε αλκοόλη του οίνου που θα προκύψει, ενώ η διόρθωση αυτής, εάν χρειαστεί, είναι ασφαλέστερο να γίνεται πριν ή κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων της αλκοολικής ζύμωσης.
Αραιόμετρο (όργανο που μας δίνει τιμή με βάση το ειδικό βάρος – ε.β. (g/mL) – υγρού), το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στη χώρα μας και αλλού, είναι αυτό του Γάλλου χημικού και φαρμακοποιού Antoine Baumé (προτάθηκε το 1768). Αραιόμετρα Μπομέ υπάρχουν τόσο για βαρύτερα (ε.β.> 1), όσο και για ελαφρύτερα (ε.β.< 1) του νερού υγρά. Για ευκολία κατανόησης: ε.β. νερού=1, γλεύκους 12 βαθμών μπομέ= 1,09 , οινοπνεύματος 100 % = 0,79.
Tο αραιόμετρο Μπομέ είναι προορισμένο (να δείχνει πραγματική τιμή) για τη θερμοκρασία των 20 0C (στις μέρες μας – παλαιότερα στους 15 0C). Για τη διόρθωση της ένδειξής του σε διαφορετική θερμοκρασία, προστίθεται στους ευρεθέντες βαθμούς (εάν η θερμοκρασία του δείγματος είναι ανώτερη των 20 0C) ή αφαιρείται από αυτούς (εάν η θερμοκρασία είναι κατώτερη), το γινόμενο της διαφοράς μεταξύ της θερμοκρασίας που έχει το γλεύκος κατά τη μέτρηση και του 20, επί 0,045. Π.χ. γλεύκος το οποίο στους 30 0C έχει 12 βαθμούς Μπομέ, η πραγματική του τιμή (στους 20 0C) θα είναι 12 + (0,045χ10) = 12,45.
Αραιόμετρα
Το αραιόμετρο Μπομέ προτιμάται από πολλούς, τόσο λόγω ευκολίας στη χρήση, όσο και διότι οι βαθμοί του αντιστοιχούν περίπου στους αλκοολικούς βαθμούς, δηλαδή το ποσό της αλκοόλης, επί τοις εκατό κατ’ όγκο οίνου (mL αλκοόλης σε 100 mL οίνου), το οποίο θα έχει ο οίνος μετά την πλήρη ζύμωση τού εν λόγω γλεύκους. Αυτό κυρίως παρατηρείται γύρω στους 10 – 11 (ε.β.1,074 – 1,082) βαθμούς Μπομέ. Πράγματι, γλεύκη με 100 ή 110 Μπομέ θα δώσουν μετά τη ζύμωση οίνους 10 ή 11 περίπου αλκοολικών βαθμών. Όσο όμως απέχουν οι βαθμοί Μπομέ από τις παραπάνω τιμές τόσο οι διαφορές είναι μεγαλύτερες. Οι αποκλίσεις αυτές βέβαια μπορούν να διορθωθούν βάση πινάκων. Γιατί όμως δεν είχαν προβλεφθεί εξ αρχής;
Διότι είχε αρχικά κατασκευαστεί για υπολογισμό περιεκτικότητας αλατιού (χλωριούχου νατρίου, NaCl) σε νερό!!! Να δείχνει δηλαδή 0 σε καθαρό νερό και 15 σε διάλυμα NaCl 15% (15 gr σε 100 mL νερού). Έτυχε βέβαια να αποδειχθεί βολικό και για το γλεύκος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν κι έτσι να επικρατήσει και στην οινοποιία. Για να ευθυμήσουμε μάλιστα, αρχικά η ένδειξη για 10 % NaCl σε νερό ήταν 0 ενώ η ένδειξη για το καθαρό νερό ήταν 10 (κατά φθίνον ε.β.).
Όσο κι αν φαίνεται αστείο, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η αραβική αρίθμηση, το δεκαδικό σύστημα, η χρήση του 0 – μέχρι και τις αρχές του 18ου αιώνα – δεν ήταν κοινή γνώση· η πλειοψηφία του εγγράμματου κόσμου δυσκολευόταν να κάνει έναν απλό πολλαπλασιασμό (δοκιμάστε το με λατινικούς ή ελληνικούς αριθμούς)! Ας μην παραξενευόμαστε λοιπόν που δεν ήταν εξ αρχής κοινή λογική η αντιστοίχιση του 0 μιας κλίμακας με την απουσία του μετρούμενου συστατικού.
(Υπολογισμός της αλκοόλης. Από το ποσό του σακχάρου του γλεύκους μπορούμε εύκολα να υπολογίσουμε την περιεκτικότητα του οίνου σε αλκοόλη, ο οποίος θα παραχθεί με τη ζύμωση κατά τον εξής τρόπο:
100γρ. γλυκόζης ή φρουκτόζης παράγουν με ζύμωση 59 κ.ε. αλκοόλης, επομένως κάθε κυβ. εκατοστό αυτής σχηματίζεται από 1,7 γρ. σακχάρου. Έτσι γλεύκος με περιεκτικότητα σε σάκχαρο 170‰ θα δώσει οίνο με 10 βαθμούς αλκοόλης (10 % vol). Για να υπολογιστεί λοιπόν η αλκοόλη του οίνου (κατ’ όγκο %) από το σάκχαρο του γλεύκους πρέπει το ποσό αυτού να διαιρεθεί διά 17.)
Η σχέση μεταξύ βαθμών Μπομέ, ειδικών βαρών, γραμμαρίων σακχάρου ανά λίτρο οίνου και υπολογιζόμενης αλκοόλης % κ.ο. φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί :
http://www.greekwineland.gr/images/stories/fek/oinol31a.pdf
Αλκοολικοί βαθμοί
Η γνώση της συγκέντρωσης της αλκοόλης στον οίνο είναι σημαντική τόσο για τη διατηρησιμότητα του οίνου, όσο και για τη διαμόρφωση των οργανοληπτικών του ιδιοτήτων. Ένας οίνος με χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα είναι γευστικά ελαφρύς και λεπτός ενώ ένας οίνος με υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς είναι πιο δυνατός και πιο “μαλακός” στη γεύση.
Η επίσημη μέθοδος προσδιορισμού της αλκοόλης στον οίνο και το γλεύκος που βρίσκεται σε ζύμωση, είναι αυτή που γίνεται με απόσταξη και μέτρηση του ποσού της αλκοόλης με ένα άλλης κλίμακας αραιόμετρο που συνήθως ονομάζουμε αλκοολόμετρο (οινοπνευματόμετρο).
(Η μέθοδος περιληπτικά έχει ως εξής: 200 mL οίνου, θερμοκρασίας 20 0C περίπου, αποστάζονται μέχρι λήψεως τουλάχιστον των 2/3 του αρχικού όγκου. Συμπληρώνεται το απόσταγμα με αποσταγμένο νερό μέχρι τα 200 mL και σε θερμοκρασία γύρω στους 200 βρίσκεται ο οινοπνευματικός βαθμός του με οινοπνευματόμετρο ακρίβειας.)
Ο αλκοολικός βαθμός ή αλκοολικός τίτλος ή βαθμός Gay-Lussac, (σημαντικότατος Γάλλος χημικός που τον όρισε το 1824) ενός υδραλκοολικού διαλύματος, είναι μονάδα μέτρησης της κατ’ όγκο περιεκτικότητας αλκοόλης σε τέτοια διαλύματα, όπως τα ποτά. Ονομάζεται η % κατ όγκο (mL / 100 mL) ποσότητα της απόλυτης αιθανόλης στο διάλυμα στους 20°C. Συμβολίζεται ως % vol.
Τι προηγήθηκε όμως αυτής της εύχρηστης κλίμακας για τη μέτρηση της αλκοόλης; Έχετε ακούσει σε πολλές περιοχές της χώρας να μιλούν για γράδα [<ιταλ. grado < λατιν. gradus (= βαθμός)]; Πρόκειται για κλίμακα που πρότεινε το 1800 ο Γάλλος εφευρέτης και στενός συνεργάτης του Antoine Baumé, Jean-François Cartier. Ο Καρτιέ λοιπόν, έλαβε την αντίστροφη κλίμακα Μπομέ (10 για καθαρό νερό – 0 για 10 % αλάτι) και την επέκτεινε μέχρι τους 47 βαθμούς Μπομέ (100 % οινόπνευμα). Σα να μην έφθανε αυτό, στη δική του κλίμακα, οι 47 (αραιότεροι του νερού) βαθμοί Μπομέ αντιστοιχούν σε 44 βαθμούς Καρτιέ (εκκεντρικότητα;)!!! Αν αρχίσαμε ήδη να σπαζοκεφαλιάζουμε, υπομονή, έχουμε δρόμο ακόμα.
10 βαθμοί Καρτιέ αντιστοιχούν σε 0 % οινόπνευμα. 44 βαθμοί Καρτιέ αντιστοιχούν σε 100 % οινόπνευμα. Καθόλου ελκυστικό (δεκαδικό), αλλά υπάρχουν και χειρότερα: Χωρίζοντας την απόσταση του 10 με το 44 θα δούμε εύκολα ότι το ήμισι αυτής είναι το 17, το οποίο φυσιολογικά θα αντιστοιχεί στους 50 βαθμούς της 100βάθμιας κλίμακας Γκέι Λουσάκ. Κι όμως, αντιστοιχεί μόλις στους 41. Δεν πρόκειται λοιπόν για ανάλογες τιμές, για τον απλούστατο λόγο ότι, όσο η κλίμακα Μπομέ για το γλεύκος είναι (ελαφρώς) αποκλίνουσα για το λόγο ότι είναι προορισμένη για αλατούχο διάλυμα, πολύ περισσότερο η αντίστροφη χρήση της αποκλίνει για αλκοολούχα διαλύματα.
Παρ’ όλ’ αυτά η χρήση της παραμένει· στη χώρα μας σίγουρα. Έτσι, πολλοί αποσταγματοποιοί αρέσκονται να υπερηφανεύονται για προϊόντα τους με 20 γράδα (53 αλκοολικούς βαθμούς).
Για τους αθεράπευτα νοσταλγούς, ο πίνακας μετατροπής % vol / Cartier:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Correspondance_des_degr%C3%A9s_Baum%C3%A9_%26_Cartier.jpg
Μια άλλη κλίμακα συνηθισμένη σε αγγλοσαξωνικές χώρες μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα είναι αυτή της «απόδειξης» (Proof)! Η πιθανότερα γνωστή της εκδοχή, είναι αυτή των Η.Π.Α.: Ένα αλκοολούχο ποτό που αναγράφει 80 proof σημαίνει ότι περιέχει 40 % vol οινόπνευμα (δηλαδή είναι η διπλή τιμή αυτής που ορίζεται από την κλίμακα Gay Lussac). Από τι όμως προκύπτει ο ευφάνταστος τίτλος της; Ο όρος proof χρονολογείται από την Αγγλία του 16ου αιώνα, όταν τα οινοπνευματώδη ποτά φορολογούνταν με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε αλκοόλ. Παρόμοια ορολογία και μεθοδολογία εξαπλώθηκε σε άλλα έθνη καθώς η απόσταξη αλκοολούχων ποτών συνδυάστηκε με τη φορολόγηση (δεν ήταν η πρώτη φορά που η τεχνολογία υποχρεώθηκε να προχωρήσει λόγω των φόρων). Αρχικά, τα οινοπνευματώδη ποτά ελέγχονταν με ένα τεστ ανάφλεξης, στο οποίο ένα υγρό που περιείχε αλκοόλ, εάν αναφλεγόταν χαρακτηριζόταν “above proof” (ας πούμε «εγκεκριμένο»), ενώ εάν δεν αναφλεγόταν χαρακτηριζόταν “under proof” («μη εγκεκριμένο»). Αν σε πρώτη ανάγνωση το αποτέλεσμα μας φαίνεται ανακριβές ας αναλογιστούμε και το εξής: Το σημείο ανάφλεξης της αλκοόλης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θερμοκρασία, το 100 proof που ορίζεται με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20% vol στους 36 °C έως 96% vol στους 13 °C!!! Στους 24 °C , το 100 proof θα ήταν 50% vol.
Μια άλλη πρώιμη μέθοδος για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε αλκοόλ του ποτού ήταν η «μέθοδος της πυρίτιδας». Η πυρίτιδα εμποτιζόταν με ένα απόσταγμα, και αν αναφλεγόταν, το απόσταγμα χαρακτηριζόταν χαρακτηριζόταν “above proof”. Αυτή η δοκιμή βασίζεται στο γεγονός ότι το νιτρικό κάλιο (που περιέχεται στην πυρίτιδα) είναι σημαντικά πιο διαλυτό στο νερό παρά στο αλκοόλ. Αν και η μέθοδος επηρεαζόταν λιγότερο από τη θερμοκρασία από την απλή δοκιμή ανάφλεξης, οι δοκιμές πυρίτιδας δεν είχαν επαναληψιμότητα καθώς παράμετροι όπως το μέγεθος των κόκκων της πυρίτιδας και ο χρόνος που εμβαπτιζόταν στο απόσταγμα επηρέαζαν τη διάλυση του νιτρικού καλίου και επομένως την ανάφλεξη. Βάση αυτής πάντως, ορίστηκε η τιμή 100 proof ως 57,15 % vol.. Μόλις το 1816 ορίστηκε στην Αγγλία ένα νομικό πρότυπο με βάση το ε.β. (ε.β. 0,923 = 100 proof = 57,15 % vol. Εξαιτίας αυτού το 100 % vol ήταν 175 proof. Στις Η.Π.Α. όμως που η ένδειξη proof επικράτησε γύρω στο 1848, βασίστηκε στο ποσοστό κατ’ όγκο αλκοόλης (% vol) και όχι στο ειδικό βάρος. Έτσι, Το 50 % vol. ορίστηκε ως 100 proof.
Όλ’ αυτά, ευτυχώς, έλαβαν τέλος περί το 1980 (Αγγλία) οπότε σε όλον τον κόσμο χρησιμοποιείται η κλίμακα % vol υποχρεωτικά· στις Η.Π.Α. επιτρέπεται η σήμανση Proof στις ετικέτες ποτών, προαιρετικά.
Σημείωση:
Στο παραπάνω κείμενο, για οικονομία χώρου, δεν λαμβάνονται υπόψιν αποκλίσεις:
- στη μέτρηση σακχάρου στο γλεύκος λόγω μη απομάκρυνσης γλευκολασπών,
- στη θερμοκρασία μέτρησης του ε.β./Μπομέ/% vol,
- στη συστολή όγκου που λαμβάνει χώρο κατά την αραίωση της αλκοόλης με νερό (50 mL αιθανόλης + 50 mL νερού = 97 mL διαλύματος,
- στη συγκέντρωση οινοπνεύματος που κατά την αραιομετρική μέθοδο συνπροσμετρώνται και άλλες πτητικές ενώσεις (άλλες αλκοόλοες, εστέρες κ.λ.π.). Πάντως πρόκειται για την επίσημη μέθοδο έκφρασης της αλκοολοπεριεκτικότητας.
Βιβλιογραφία: Παλαιότερα άρθρα μου στην ιστοσελίδα, τμήματα από τις εκδόσεις μου, εμπλουτισμός από την wikipedia (γαλλική κυρίως), και μεγάλη βοήθεια από το άρθρο της γερμανικής wikipedia για την κλίμακα Cartier (η μοναδική ιστοσελίδα από την οποία μπόρεσα να κατανοήσω την (όποια) λογική αυτής της ανορθόδοξης κλίμακας).
https://de.wikipedia.org/wiki/Grad_Cartier
Παρατηρήσεις ευπρόσδεκτες.