Το οινόπνευμα επιδρά πρωτίστως στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Παρεμβαίνει στην επικοινωνία μεταξύ των νευρικών κυττάρων και όλων των άλλων κυττάρων, καταστέλλοντας τις δραστηριότητες των διεγερτικών οδών των νεύρων και αυξάνοντας τις δραστηριότητες των ανασταλτικών νευρικών οδών. Έτσι, το αλκοόλ, έχει την ικανότητα (όπως και τα εισπνεόμενα αναισθητικά) να αυξήσει την επίδραση του νευροδιαβιβαστή GABA, ενός νευροδιαβιβαστή ανασταλτικού. Αυξάνοντας έναν αναστολέα όπως ο GABA έχουμε σαν αποτέλεσμα μια συμπεριφορά πιο «νωθρή», ακριβώς δηλαδή τη συμπεριφορά που παρατηρούμε σε ένα άτομο μεθυσμένο. Η γλουταμίνη είναι ένας διεγερτικός νευροδιαβιβαστής του οποίου η δράση μειώνεται από το οινόπνευμα. Καθιστώντας αυτόν το διεγερτικό νευροδιαβιβαστή λιγότερο δραστικό, προκαλείται επίσης νωθρότητα. Το οινόπνευμα, το προκαλεί αυτό αλληλεπιδρώντας με τους υποδοχείς στα κύτταρα – αποδέκτες, στις οδούς αυτές. Το αλκοόλ επιδρά σε διάφορα κέντρα του εγκεφάλου, τόσο στα χαμηλότερα όσο και στα υψηλότερα επίπεδα. Τα κέντρα αυτά δεν επηρεάζονται ισοδύναμα με το ίδιο ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα. Τα υψηλότερου επιπέδου κέντρα είναι πιο ευαίσθητα από τα κέντρα χαμηλότερου επιπέδου. Όσο το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα αυξάνεται, τόσο περισσότερα κέντρα του εγκεφάλου επηρεάζονται.
Η σειρά με την οποία το οινόπνευμα επιδρά σε διάφορα εγκεφαλικά κέντρα έχει ως εξής:
• Εγκεφαλικός φλοιός
• Ρινεγκέφαλος
• Παρεγκεφαλίδα
• Υποθάλαμος και Υπόφυση
• Προμήκης μυελός
Εγκεφαλικός φλοιός
Πρόκειται για περιφερειακή ζώνη του εγκεφάλου που αποτελεί και το μεγαλύτερο τμήμα του. Αποτελείται από τη φαιά ουσία. Εκεί γίνεται η επεξεργασία των νευρικών ερεθισμάτων, λαμβάνει χώρα η λειτουργία της σκέψης και της αντίληψης και από εκεί ξεκινούν οι περισσότερες μυϊκές κινήσεις∙ ταυτόχρονα επιδρά σε εγκεφαλικά κέντρα κατώτερου επιπέδου. Το οινόπνευμα στον εγκεφαλικό φλοιό επιδρά ως εξής:
• Ελαττώνει τα ανασταλτικά κέντρα της συμπεριφοράς. Το υποκείμενο γίνεται πιο ομιλητικό (λύνεται η γλώσσα του), η αυτοπεποίθησή του αυξάνεται και οι αναστολές του ελαττώνονται.
• Επιβραδύνεται η διαδικασία ερμηνείας των πληροφοριών από τις αισθήσεις. Η όραση, η ακοή, η γεύση, η όσφρηση και η αφή αμβλύνονται. Αμβλύνεται επίσης και η αίσθηση του πόνου.
• Δυσχεραίνεται η διαδικασία της σκέψης. Το υποκείμενο δυσκολεύεται να κρίνει ή να σκεφτεί σωστά.
Εννοείται ότι όλα τα παραπάνω ενισχύονται όσο αυξάνεται το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα.
Ρινεγκέφαλος
Ο ρινεγκέφαλος αποτελείται από τις περιοχές του εγκεφάλου, που ονομάζονται ιππόκαμπος και διαφραγματική περιοχή. Το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο των συναισθημάτων και της μνήμης. Όσο περισσότερο οινόπνευμα επιδρά στο σύστημα αυτό τόσο το υποκείμενο ωθείται σε υπερβολικές συναισθηματικές καταστάσεις (θυμό, επιθετικότητα, υποχωρητικότητα) και απώλεια μνήμης.
Παρεγκεφαλίδα
Η παρεγκεφαλίδα είναι όργανο που βρίσκεται στο οπίσθιο τμήμα της κρανιακής κοιλότητας του εγκεφάλου. Απ’ αυτήν εξαρτάται ο κινητικός έλεγχος των μυών, καθώς και ο έλεγχος της ισορροπίας και της στάσης. Οι νευρικές διεγέρσεις που προκαλούν τη μυϊκή κίνηση ξεκινούν από την παρεγκεφαλίδα και καταλήγουν, μέσω του νωτιαίου μυελού, στους μύες. Αυξημένες ποσότητες οινοπνεύματος παρεμποδίζουν τόσο τον ορθό έλεγχο των μυϊκών κινήσεων, όσο και την ίδια την ισορροπία στο χώρο.
Υποθάλαμος και Υπόφυση
Ο υποθάλαμος είναι περιοχή που ελέγχει πολλές αυτόματες λειτουργίες του εγκεφάλου μέσω επιδράσεων στο μυελό, και συντονίζει πολλούς χημικούς ή ενδοκρινικούς μηχανισμούς (εκκρίσεις της ερωτικής πράξης, του θυρεοειδή και των αυξητικών ορμονών) μέσω χημικών και νευρικών ερεθισμάτων στον αδένα της υπόφυσης. Το αλκοόλ επιδρά στον υποθάλαμο και τον αδένα της υπόφυσης, επηρεάζοντας την σεξουαλική συμπεριφορά και τη διούρηση.
Το οινόπνευμα καταστέλλει, στον υποθάλαμο και τον αδένα της υπόφυσης, τη δράση των νευρικών κέντρων που ελέγχουν την ερωτική επιθυμία και την ερωτική απόδοση. Όσο το ποσοστό οινοπνεύματος στο αίμα αυξάνεται, η ερωτική επιθυμία αυξάνεται αλλά η ερωτική απόδοση ελαττώνεται.
Σε ό,τι αφορά τη διούρηση το οινόπνευμα επιδρά στην υποφυσιακή έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH), η οποία προκαλεί την επαναρρόφηση ύδατος από το νεφρό. Το αλκοόλ επιδρά στο σύστημα υποθαλάμου / υπόφυσης προκαλώντας ελάττωση του επιπέδου της ADH στην κυκλοφορία. Όταν το επίπεδο της ADH ελαττώνεται, τα νεφρά επαναπορροφούν λιγότερο νερό με αποτέλεσμα να παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα ούρων και άρα να αυξάνεται η διούρηση.
Προμήκης μυελός
Ο προμήκης μυελός βρίσκεται μεταξύ του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού και απ’ αυτόν ξεκινούν αρκετά κρανιακά νεύρα. Ελέγχει ή επηρεάζει τις σωματικές λειτουργίες για τις οποίες δε χρειάζεται να σκεπτόμαστε, όπως, την αναπνοή, τον ρυθμό της καρδιάς, τη θερμοκρασία του σώματος και τη συναίσθηση. Όταν το οινόπνευμα επιδρά σε ανώτερα κέντρα στο μυελό, όπως τον δικτυοειδή σχηματισμό, το υποκείμενο θα αρχίσει να αισθάνεται νυσταγμένο και τελικά θα χάσει τη συναίσθησή του σε μεγάλη περιεκτικότητα οινοπνεύματος. Σε ιδιαίτερα αυξημένη περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα, οι προαναφερόμενες σωματικές λειτουργίες μπορούν να επηρεαστούν. Είναι δυνατό να παρεμποδιστεί ή να διακοπεί η αναπνοή, η πίεση του αίματος και η θερμοκρασία του σώματος να ελαττωθούν. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να αποβούν θανάσιμες για τον οργανισμό.
Άλλα συστήματα του οργανισμού που επηρεάζονται από το αλκοόλ
Επιπλέον του εγκεφάλου, το οινόπνευμα μπορεί να επηρεάσει και άλλους σωματικούς ιστούς. Κυριότερες επιδράσεις είναι οι εξής:
• Ερεθισμός της εσωτερικής επιφάνειας του στομάχου και του εντέρου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εμετό.
• Αύξηση της ροής του αίματος στο στομάχι και το έντερο. Αυτό αυξάνει τις εκκρίσεις των οργάνων αυτών με σημαντικότερη την έκκριση γαστρικών οξέων.
• Αύξηση της ροής του αίματος στο δέρμα. Αυτό προκαλεί ερυθρότητα του δέρματος (εμφάνιση έξαψης) και εφίδρωση. Η εφίδρωση προκαλεί ελάττωση σωματικής θερμοκρασίας η οποία είναι δυνατό να ελαττωθεί σε επίπεδο κάτω του κανονικού.
• Ελάττωση της ροής του αίματος στους μύες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μυαλγίες οι οποίες γίνονται αντιληπτές όταν το υποκείμενο συνέρχεται από την επήρεια του αλκοόλ.
Όλες οι επιδράσεις του οινοπνεύματος συνεχίζονται έως ότου αυτό μεταβολισθεί και αποικοδομηθεί από το ήπαρ.
Πηγή: Μ. Κ. Ασημιάδης, Οινόπνευμα και πολιτισμός, Αθήνα 2005