ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΥΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ |
Σε ψηφιακή και έντυπη μορφή |
Το απόσταγμα του οίνου Οξίνιση: Η σημαντικότερη ασθένεια του κρασιού Ζύθος: ιστορία και στοιχεία παραγωγής Η πηγή του Σειλινού |
Γλώττης κρατείν και μάλιστα εν συμποσίω. Οι ελληνικές κοινωνικές συναθροίσεις έχουν μια ιστορία που προηγείται όλων των καταγεγραμμένων στοιχείων. Γενικά τα αρχαιοελληνικά συμπόσια ή συσσίτια έχουν ως προέλευση τις εορταστικές εκδηλώσεις των Ελλήνων πολεμιστών μετά το τέλος μιας νικηφόρας μάχης. Στις συγκεντρώσεις αυτές, σφυρηλατούνταν οι σχέσεις μεταξύ ανδρών, και αναπτύσσονταν κοινωνικές συμμαχίες. Ήδη από τα Ομηρικά κείμενα, μας γίνεται γνωστός ο θεσμός των συμποσίων. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, φαίνεται πως συμμετείχαν στις πολεμικές αυτές εορτές και γυναίκες (Ελένη, Πηνελόπη), οι οποίες είχαν και δικαίωμα λόγου, καθώς και άνθρωποι κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Αργότερα, και κυρίως κατά τον 5ο αιώνα, οι συναθροίσεις αυτές εξελίσσονται σε αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο, ενώ απεικονίζουν αυστηρά και την ταξική προέλευση των μετεχόντων. Κατά τον 5ο αιώνα πάντως έχουμε δυο βασικούς τύπους κοινωνικών γευμάτων, τα συσσίτια, στις δωρικές πόλεις και τα συμπόσια, στις αχαϊκές και ιωνικές περιοχές. Κι αν τα περίφημα συμπόσια των Αθηναίων μας είναι περισσότερα οικεία λόγω και των αντίστοιχων λογοτεχνικών έργων του Πλάτωνα του Ξενοφώντα και άλλων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα λιγότερο γνωστά συσσίτια των Λακεδαιμονίων.
Τα Συσσίτια
Ο μέδιμνος στην αρχαία Ελλάδα ήταν μέτρο χωρητικότητας των στερεών, και ιδιαίτερα των σιτηρών. Ένας μέδιμνος αντιστοιχεί σε περίπου 52 λίτρα.
Το Μπράντυ
Σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία (κανονισμός ΕΟΚ αριθ. 1576/89).
Οξίνιση (κοινώς ξίδιασμα) ονομάζεται η ασθένεια η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την σταδιακή μετατροπή του οίνου σε ξύδι. Ενδιάμεσα σχηματίζεται ακεταλδεΰδη, η οποία στη συνέχεια οξειδώνεται περαιτέρω. Από το οξικό οξύ που σχηματίζεται, μικρή ποσότητα εστεροποιείται με την αλκοόλη, σχηματίζοντας οξικό αιθυλεστέρα. Μικρές ποσότητες οξικού οξέος (μερικά δέκατα του γραμμαρίου κατά λίτρο) υπάρχουν φυσιολογικά στους οίνους. Η ανεκτή περιεκτικότητα ποικίλλει, για παράδειγμα στους λευκούς οίνους είναι μικρότερη απ’ ότι στους ερυθρούς, διότι στους τελευταίους η γεύση του οξέος καλύπτεται εν μέρει από την ταννίνη. Ανεκτή περιεκτικότητα οξικού οξέος για αδύνατους σε αλκοόλη και λευκούς οίνους είναι μέχρι 0,8 γραμμάρια ανά λίτρο, για δυνατούς οίνους και πλούσιους σε εκχυλισματικές ύλες 1-1,2 γραμμάρια ανά λίτρο και για μαύρους οίνους λίγο περισσότερο, μέχρι 1,5 γραμμάρια ανά λίτρο. Φυσικά όμως τα παραπάνω όρια δεν είναι σταθερά, αλλά εξαρτώνται από την ποιότητα και τον προορισμό του οίνου. Πάντως οίνοι οι οποίοι έχουν πάνω από 2 γραμμάρια ανά λίτρο οξικού οξέος δεν καταναλώνονται και προορίζονται είτε για απόσταξη στο οινοπνευματοποιείο ή για παρασκευή όξους (ξιδιού). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ενίοτε είναι δυνατό, σε οίνους οι οποίοι περιέχουν πολύ κιτρικό οξύ λόγω της χρήσης αυτού για αύξηση της οξύτητας, να γίνει βακτηριακή διάσπαση αυτού προς οξικό οξύ, η οποία συνοδεύει συνήθως τη διάσπαση του μηλικού οξέος σε γαλακτικό οξύ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για την ασθένεια της οξίνισης. Εναντίον όμως αυτής της ζύμωσης του κιτρικού οξέος, όπως και του μηλικού, ενεργεί το θειώδες οξύ (μια από τις πρώτες ύλες απ’ όπου το παραλαμβάνουμε είναι το μεταμπισουλφίτ) και γι’ αυτό με τις συνήθεις μεθόδους οινοποίησης, με την απαραίτητη χρησιμοποίηση του θειώδους οξέος, η περίπτωση αυτή δεν απαντάται. Τα βακτήρια του ξυδιού προσβάλλουν ευκολότερα τους φτωχούς σε αλκοόλη οίνους παρά τους δυνατούς. Έτσι, οίνοι που περιέχουν αλκοόλη ανώτερη του 15% δεν προσβάλλονται συνήθως από οξίνιση, η οποία εκδηλώνεται κυρίως σε οίνους 120 – 130 και κάτω. Δηλαδή η αλκοόλη λειτουργεί ανασταλτικά έναντι της δράσης των βακτηρίων του ξυδιού. Δυσκολότερα επίσης προσβάλλονται οι πλούσιοι σε οξέα οίνοι (όταν το PH του οίνου είναι χαμηλότερο από 3,2), στους οποίους η ανάπτυξη των βακτηρίων του ξυδιού είναι δυσχερέστερη. Επίσης οι πλούσιοι σε δεψικές ύλες οίνοι δυσκολότερα προσβάλλονται, ενώ τέλος τα βακτήρια του ξυδιού είναι πολύ ευαίσθητα στο θειώδες οξύ. Για την προφύλαξη από την ασθένεια της οξίνισης πρέπει να αποφεύγουμε σε όλα τα στάδια της οινοποίησης την υψηλή θερμοκρασία και την επίδραση του αέρα, ιδιαίτερη προσοχή απαιτούν οι μαύροι οίνοι, από την παρουσία των στεμφύλων μαζί με το ζυμούμενο γλεύκος. Σημαντικότατη είναι και εδώ η πρακτική του απογεμίσματος, καθώς και των θειώσεων, ιδίως κατά τις μεταγγίσεις, τη διαύγαση και τη διήθηση. Τέλος επιβάλλεται η τήρηση τέλειας καθαριότητας και στους χώρους και στα οινοδοχεία. Ιδιαίτερη φροντίδα πρέπει να καταβληθεί στην περίπτωση κατά την οποία έχει εκδηλωθεί σε ένα οινοδοχείο οξική ζύμωση, για να μην κινδυνεύσει και ο οίνος των άλλων οινοδοχείων. Επίσης τα δοχεία τα οποία περιείχαν προσβεβλημένους οίνους πρέπει να απολυμανθούν αμέσως. Για την ασθένεια της οξίνισης εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι να προλαμβάνεται αυτή με τα μέσα, τα οποία είδαμε. Εάν τυχόν εκδηλωθεί η ασθένεια και είναι μόλις στην αρχή της μπορεί να υποβληθεί ο οίνος σε θείωση και κατόπιν σε παστερίωση στους 60 0C για διακοπή της οξικής ζύμωσης. Εάν δεν είναι δυνατό να γίνει παστερίωση, περιοριζόμαστε στην απλή θείωση και φροντίζουμε για την ταχύτερη κατανάλωση του οίνου αυτού. Εάν όμως η ασθένεια έχει προχωρήσει πολύ, τότε, όπως είπαμε παραπάνω, δεν είναι δυνατή η θεραπεία της. Μια συνηθισμένη πρακτική διόρθωσης οίνων που έχουν προσβληθεί από οξίνιση είναι η μερική εξουδετέρωση τους με ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3). Αυτή η θεραπεία είναι φαινομενική, το CaCO3 θα εξουδετερώσει μέρος της μόνιμης οξύτητας του οίνου και ελάχιστα μόνο το οξικό οξύ, το οποίο είναι από τα ασθενέστερα οξέα του οίνου. Έτσι, ενώ η ολική οξύτητα του οίνου θα υποχωρήσει, θα παραμείνει το χαρακτηριστικό άρωμα του οξικού αιθυλεστέρα που θα καθιστά τον οίνο ανεπιθύμητο. Τέλος ακόμα και μετά την προσθήκη CaCO3 και επιπλέον θειώδους, είναι δυνατό τα βακτήρια αυτά να συνεχίσουν να λειτουργούν και η ολική οξύτητα να επανέλθει σε υψηλά επίπεδα.
Ο ζύθος είναι πιθανότατα γνωστός στους ανθρώπους από τόσο παλιά όσο και ο οίνος. Και αν το αρχαιότερο εύρημα αλκοολούχου ποτού είναι ένα οινοδοχείο που ανακαλύφθηκε στο βόρειο Ιράν και ανάγεται στην 6η χιλιετία π.Χ., στο οποίο ταυτοποιήθηκαν υπολείμματα κρασιού, ο ζύθος είναι το πρώτο ποτό που εμφανίζεται σε νομοθεσία καθώς, στον αρχαιότερο γνωστό κώδικα νόμων – πρόκειται για τον βαβυλωνιακό κώδικα του Χαμουραμπί του 18ου π.Χ. αιώνα – προβλέπονται σημαντικές ποινές για ζυθοπώλες που εξαπατούν ή για ιέρειες που πίνουν παράνομα.
Αποσπάσματα από συνέντευξη του Μ. Ασημιάδη
|
Κατηγορίες